Γιάννης Παπαβασιλείου-Βλάχος: “Το μπουζούκι δεν είναι μπαλάντα”
Αν θα έπρεπε να περιγράψεις τον Βλάχο μόνο με μία λέξη, αυτή είναι “γενναιόδωρος”. Δίνει την εντύπωση του λιγομίλητου ή του “δύσκολου” συνομιλητή, αλλά όταν τον γνωρίζεις καλύτερα καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν ισχύει. Αν και νέος ηλικιακά έχει τη στόφα των παλιών μουσικών, κληρονομιά εν μέρει από κάποιους με τους οποίους συνεργάστηκε, με χαρακτηριστικά όπως η μπέσα και η ντομπροσύνη. Είναι ένας άνθρωπος που παρατηρεί πολύ, μιλάει όταν πρέπει και σίγουρα μόνο όταν αισθανθεί άνεση και “σιγουριά”. Συναντηθήκαμε ένα βράδυ Πέμπτης, πριν ξεκινήσει να παίζει στο μαγαζί του Άγγελου στα Εξάρχεια και ενώ η κουβέντα ξεκίνησε λίγο αμήχανα εξελίχθηκε σε μια χειμαρρώδη συζήτηση με αναμνήσεις, απόψεις, πολύ γέλιο και παρεΐστικη ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό συνηγόρησαν και οι υπόλοιποι μουσικοί που ήταν παρόντες ή πέρασαν από το τραπέζι μας, όπως ο Ηλίας Ελισσαίος και η Ελευθερία Κουρλιά. Πέραν των απόψεών του ο Γιάννης είχε την καλοσύνη να μοιραστεί φωτογραφίες, μουσικές και αναμνήσεις, οι πιο χαρακτηριστικές εκ των οποίων έχουν συμπεριληφθεί σε αυτό το άρθρο.
Με την Ελευθερία Κουρλιά στον “Άγγελο” στα Εξάρχεια. Απρίλης 2014
ρε|λα|ρε: Ας αρχίσουμε λοιπόν. Πως ξεκίνησες; ποιά ήταν η πρώτη σου επαφή με το μπουζούκι;
Γ.Π.: Κοίτα, έγινε εντελώς ξαφνικά. Το ‘75 για να πάμε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο δίναμε εξετάσεις και μου λέει η μάνα μου, “άμα βγάλεις καλό βαθμό τι θέλεις να σου πάρω;” Τώρα πως μου βγήκε εμένα να της πω “πάρε μου ένα μπουζούκι” δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω αυτό το πράγμα! Δεν το’ χα πρεμούρα. Όντως δεν το’ χα πρεμούρα. Βγήκε μόνο του, αυτό είναι το παράξενο.
ρε|λα|ρε: Που βρισκόσουν τότε;
Γ.Π.: Στην Καρδίτσα, από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, 11-12 χρονών. Δεκάξι υποτίθεται ότι είναι καλός βαθμός και πήγε εκείνη και μου πήρε ένα οκτάχορδο εκεί πέρα, δράμα… (γέλια).
ρε|λα|ρε: Από ‘κει από οργανοποιό;
Γ.Π. Ήταν μια μπαχατέλα, μη φανταστείς, δεν ήταν από οργανοποιό ήταν από βιτρίνα, αυτά του κιλού τα μπουζούκια…
ρε|λα|ρε: φασόν!
Γ.Π.: Φασόν, τετράχορδο, το οποίο σε κανα-δυό χρόνια περίπου άλλαξε, έγινε τρίχορδο. Στο ίδιο το μπράτσο, δεν το λέπτυνα το μπράτσο αραίωσα τις χορδές. Έγινε δηλαδή για γυμναστική!
ρε|λα|ρε: Είχες κάποιον δάσκαλο ή μόνος σου;
Γ.Π.: Όχι μόνος μου δεν υπήρχε δάσκαλος. Μόνο στο ωδείο είχε δάσκαλους μουσικής και μπουζούκι στο ωδείο δεν υπήρχε. Δηλαδή θα μάθαινες θεωρίες και όλα αυτά για τα παίξεις στο μπουζούκι, αλλά το ίδιο το μπουζούκι στο ωδείο δεν διδασκότανε.
ρε|λα|ρε: Οπότε εσύ ακουστικά μάθαινες…
Γ.Π.: Ακουστικά, στα μαγαζιά εκεί όπως γυρνάς, και οπτικο-ακουστικά, όχι μόνο ακουστικά δηλαδή θέσεις και ακούγοντας.
ρε|λα|ρε: Για να μάθεις την τεχνική δηλαδή.
Γ.Π.: Ναι. Και είχα το ποδήλατο, αποτύπωνα τη φράση, την έβλεπα και την άκουγα, κι έτρεχα με το ποδήλατο μετά να πάω σπίτι να την παίξω. Αυτό γινότανε! Αυτό ήταν το δασκαλίκι. Μέχρι να τελειώσω το Λύκειο, το ‘75 το πήρα το μπουζούκι, σε έξι χρόνια έμαθα κάποια τραγούδια. Σε έξι χρόνια πόσα να έμαθα; αυτά που έμαθα τέλος πάντων. Μετά τελείωσα το Λύκειο και ήρθα στην Αθήνα, δούλευα σε ένα εργοστάσιο. Μπήκα σε ένα δημόσιο πράμα, σε ένα στρατιωτικό εργοστάσιο, και δούλευα βέβαια σαν πολίτης. Εκεί δούλεψα 3-4 χρόνια και μετά έφυγα γιατί δεν γινόταν να δουλεύω δυο δουλειές, επειδή δούλευα βράδυ κάθε μέρα.
ρε|λα|ρε: Α, είχες ήδη ξεκινήσει επαγγελματικά;
Γ.Π.: Ήρθα εδώ αρχικά για δουλειά, ρεκτιφιέ στο εργοστάσιο, πολιτικό προσωπικό, όχι για να πιάσω μπουζούκια και τέτοια. Αλλά προκύψανε… δούλευα κάθε μέρα μπουζούκια.
ρε|λα|ρε: Πως κι έτσι; Είχες γνωστούς που έπαιζαν;
Γ.Π.: Το ‘81-’82 που ήρθα εδώ και τα περίπτερα είχαν έξω κομπανία. Κάθε περίπτερο είχε απ’ έξω κομπανία! Και δουλεύαν όλα, τα πάντα δουλεύαν. Φοβερή εποχή! Εδώ στα Εξάρχεια τα γύρισα όλα και μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια. “Φραγκοσυριανή”, τη θυμάσαι;
ρε|λα|ρε: Ναι βέβαια!
Γ.Π.: Υπήρχαν διάφορα μαγαζιά που δούλεψα εδώ… Μετά παράτησα το δημόσιο γιατί δεν γινότανε. Έβγαζα καλά λεφτά και δεν χρειαζόταν ας πούμε οι τρεις κι εξήντα που έπαιρνα εκεί. Παράτησα αυτό το πράγμα που τώρα θα’ παιρνα και σύνταξη και εφάπαξ (γέλια). Τέλος πάντων, δεν το’ χω μετανιώσει, δεν έχει θέμα. Έτσι συνεχίστηκε μετά.
Καλοκαίρι του ’83 στο “Μορατόριουμ”
ρε|λα|ρε: Θυμάσαι με ποιούς ξεκίνησες, με ποιούς συνεργάστηκες;
Γ.Π.: Όχι τόσο πολύ με τα νέα τα παιδιά και τους νέους συνθέτες. Καλοί ήταν και οι νέοι αλλά το θέμα ήταν ότι γούσταρα πιο πολύ όσους είχαν απομείνει. Η Χρυσάφη, ο Γεννίτσαρης, ο Ευσταθίου ο Μήτσος, αυτούς χάρηκα που γνώρισα. Με το Σπόρο που παίξαμε, με τον Στουραϊτη που παίξαμε πολλές φορές, εκεί πέρα ήταν το επίκεντρο. Θα μπορούσα να κάνω, αλλά ήταν άλλο άκουσμα το ένα άλλο άκουσμα το άλλο. Πραγματικά όλοι αυτοί οι “γέροι”, εγώ γέρους τους γνώρισα, αυτό ήταν τιμή…
ρε|λα|ρε: Με τον Ιορδάνη; (σ.σ. Τσομίδη)
Γ.Π. Με τον Ιορδάνη πάλι. Δεκαετία ‘80-’90. Ο Ιορδάνης το ‘83-’84 ήρθε στην Αθήνα, ήταν ακόμα έξω. Αυτοί ήταν όλοι, δεν το μετάνιωσα ποτέ. Νύχτα βέβαια. Μετά κάποια στιγμή ‘90 με 2000 αρχίσανε και τα μεσημέρια να γίνονται στη μόδα και δούλευα και μεσημέρι και βράδυ. Πολλή δουλειά, δηλαδή κάθε μέρα μεσημέρι και ένα τετραήμερο βράδυ. Ήτανε λίγο σκότωμα αλλά μ’ άρεσε. Μετά γίνεσαι ένα πράγμα με το όργανο. Παίζεις πέντε-δέκα ώρες καθημερινά. Μετά πήγαινα στο σπίτι καθόμουνα στην καρέκλα και συνέχιζα να παίζω (γέλια)…
Με τον Ιορδάνη και τον Σπύρο Ευσταθίου, 1995-96
ρε|λα|ρε: Και τι μπουζούκι είχες τότε; τρίχορδο;
Γ.Π.: Τρίχορδο, πήρα ένα του Καρανδρέα. Οι Καρανδρέες κάποια στιγμή ήταν μαζί, ο Ζώης με τον Διονύση. Μου φτιάξαν δύο μπουζούκια να διαλέξω, διάλεξα το ένα το οποίο ακόμα έχω, το ‘86, και μετά το ‘93 βρήκα τούτο εδώ. Είναι Ζοζέφ, κατασκευή ‘73 με ‘74, εγώ το πήρα το ‘93, δηλαδή τώρα είναι 40 χρονών μπουζούκι. Μέτριο βέβαια, αλλά με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο. Τα άλλα δεν τα παίρνω.
ρε|λα|ρε: Έμεινες με αυτό, δεν το άλλαξες, ε;
Γ.Π.: Είναι θηρίο αυτό το μπουζούκι. Έχει περάσει υγρασίες, δεν μπορείς να φανταστείς. Η θήκη του δεν είναι αυτή. Τη θήκη την κανονική, που ήταν πάλι χαρτονένια, την ξέχασα κάποια στιγμή έξω από ένα υπόστεγο, η μισή ήταν μέσα στο υπόστεγο και η μισή απέξω και έβρεξε! Και πήρε νερό κανονικά όλο το μπουζούκι είχε λουστεί. Η θήκη έγινε έτσι (σ.σ. δείχνει με τα χέρια) και την πέταξα, κρίμα, αλλά το μπουζούκι δεν έπαθε τίποτα! Τι να σου πω, βούτα το μέσα στο νερό αυτό και δεν παθαίνει τίποτα (γέλια). Το πιστεύω δηλαδή.
Μετά το ‘60 ο Ζοζέφ τα έκανε όλα “κλαράτα” γιατί ήταν μόδα. Όλοι οι μπουζουξήδες, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου. Έχω το ίδιο το μπουζούκι ακριβώς με ένα που είχε ο Τζουανάκος. Είναι ένας δίσκος, βινύλιο, που έχει του Τζουανάκου τραγούδια, και κρατάει ένα μπουζούκι με κλάρες που είναι ίδιο ακριβώς, ίδιο-ίδιο. Υπάρχουν κι άλλα, έχω βρει μικρές διαφορές. Παραλλαγές λίγο υπάρχουν, είχε 4-5 φιγούρες και έβαζε αυτές. Μέτριο είναι γιατί τέτοιου είδους μπουζούκια του Ζοζέφ, κλαράτα, έχω δει πολύ καλύτερα.
ρε|λα|ρε: Αλλά δεν μπήκες στη διαδικασία να το αλλάξεις…
Γ.Π.: Έχω βολευτεί μωρέ, αυτό ο ήχος είναι γλυκός…
ρε|λα|ρε: Δισκογραφία δεν έχεις κάνει πάρα πολύ όμως. Ευτυχώς που υπάρχει το youtube σήμερα και σε γράφουμε στα κρυφά (γέλια)…
Γ.Π.: Δισκογραφία έχω κάνει με το “Δρόμο” με τον Δημήτρη τον Ευσταθίου, αλλά εκεί παίζω κιθάρα. Είναι ένα βινύλιο που λέγεται “υπάρχουν ακόμα ρεμπέτες”. Η εταιρία είναι Sonora, άμα μπορείς να το βρεις… (σ.σ. βλ. τέλος άρθρου).
ρε|λα|ρε: Τι εποχή; θυμάσαι;
Γ.Π.: Το ‘91-’92, τότε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε κι άλλες δουλειές με τον Μήτσο γιατί γουστάραμε ο ένας τον άλλον, αλλά πέθανε… Και με τον αδερφό του έχω δουλέψει, τον Σπύρο, στο ταξίμι συγκεκριμένα. Με την Αλιφραγκή, την Γεωργακοπούλου. Όλα αυτά τα έχω σε κασέτες.
Με τον Δημήτρη Ευσταθίου, σεζόν ’91-’92.
ρε|λα|ρε: Πρέπει κάποια στιγμή να τα μεταφέρεις κάπου για να μη χαθούνε. Οι μαγνητικές ταινίες της κασέτας χαλάνε με τον καιρό.
Γ.Π.: Δαν παθαίνει τίποτα η κασέτα, έχω κασέτα από το ‘73 και παίζει μια χαρά! Τα CD τα εμπιστεύεσαι πιο καλά; Τα CD από τότε που βγήκανε πήγανε κατευθείαν στο Μοναστηράκι. Το βινύλιο δεν το είδα ποτέ στο Μοναστηράκι να πουλιέται τζάμπα.
ρε|λα|ρε: Υπήρχε αλλά ως συλλεκτικό είδος, για συλλέκτες.
Γ.Π. Ναι αλλά είναι η καλύτερη ποιότητα εγγραφής και δεν μπορείς κα να το φτιάξεις μόνος σου. Ενώ το CD το φτιάχνεις σπίτι σου. Το βινύλιο δεν το αλλάζω.
Αυτά… κάτι με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, λίγα πράγματα δεν έχω πολλά. Έκανα και τρεις ηχογραφήσεις μαζί του για ένα δίσκο που ήταν να επανακυκλοφορήσει με το “Δίφωνο”, “Τα Φανταρίστικα”. Στις μέρες μουσικής που γίναν πάλι το ‘92 που ήταν μεγάλο team, εκεί, με τη Μαριώ, το Χοντρονάκο. “Μέρες μουσικής” λέγεται, είναι ένας τόμος, 10 δίσκοι, κι έχει ρεμπέτικο, λαϊκό.
ρε|λα|ρε: Ήταν στουντιακό ή ζωντανό;
Γ.Π.: Ήταν ζωντανό αλλά γράφτηκε σε δίσκους. Ρεμπέτικο, δημοτικό…
ρε|λα|ρε: Και που έγινε;
Γ.Π. Στο “Παλλάς”. Ήταν παράσταση η οποία γραφόταν, το ξέραμε ότι γραφόταν, από την ΕΡΤ. Είναι ένας τόμος 10 δίσκοι.
ρε|λα|ρε: με όλα τα είδη Ελληνικής μουσικής;
Γ.Π.: Ναι. Εκεί πέρα ήταν ωραία εμπειρία. Αυτό που διάλεξα ήταν οι παλιοί. Και με τον Μάλαμα έχω δουλέψει και την Κανά, αλλά, πως να σου πω, δε μου πάει αυτή η ιστορία. Έχει λίγο μπαλάντα μέσα που… Εντάξει το μπουζούκι δεν είναι μπαλάντα. Το ‘βαζαν όμως και στις μπαλάντες και σ’ αυτά.
ρε|λα|ρε: Σήμερα, ξέρεις, παράλληλα με την κρίση υπάρχει μια “πτώση” και στο μπουζούκι.
Γ.Π.: έχει δύναμη όμως, έχει δύναμη…
ρε|λα|ρε: Δεν υποστηρίζεται όμως. Μόνο μέσα από παρέες και ανθρώπους με μεράκι, καλή ώρα…
Γ.Π: Αυτή η μπαλάντα δεν ξέρω από που προέρχεται. Μέχρι και τα ζεϊμπέκικα που γίνονται, δεν χορεύονται, είναι σαν μπαλάντες. Δεν χορεύονται. Αυτό είναι ενοχλητικό αν μιλήσεις για ζεϊμπέκικο, για απτάλικο. Που είναι τα απτάλικα που γράφονται τώρα; Καρσιλαμάδες; που είναι οι καρσιλαμάδες; Η ρυθμολογία στην Ελλάδα είναι ατελείωτη. Ολόκληρη Αμερική έχει πέντε ρυθμούς κι εδώ κάθε 25 χιλιόμετρα έχουμε διαφορετικούς ρυθμούς! Κάθε νησί π.χ. και λέμε μόνο για ρυθμούς όχι για μουσική. Έχουμε τη μεγαλύτερη ποικιλία ρυθμών. Αντί να το εκμεταλλευτούμε αυτό… Ή τα κλαρίνα. Που είναι τα κλαρίνα; Έχουν μαζευτεί σε ένα μαγαζί όλα τα κλαρίνα. Θέλω να πάω να ακούσω κλαρίνα που παλιότερα γινότανε χαμός, τίγκα…
ρε|λα|ρε: Μικρός τι ακούσματα είχες;
Γ.Π.: Η μάνα μου τραγούδαγε όλην την ώρα, είχαμε κι ένα μπομπινόφωνο, αυτά με τι μπομπίνες ξέρεις… Μια μπομπίνα είχαμε, δύο… δεν είχαμε. Κι ένα κασετόφωνο με τρεις κασέτες…(γέλια)
ρε|λα|ρε: και ραδιόφωνο!
Γ.Π.: και ραδιόφωνο ναι.
Με ηλεκτρική κιθάρα! 1984
ρε|λα|ρε: οπότε άκουγες από μικρός, αν και εποχή ‘70 ήταν και η Rock, Deep Purple, ή π.χ. Pink Floyd, δεν άκουγες;
Γ.Π.: άκουγα, άκουγα, κι ελαφρά άκουγα. Αλλά εκεί πέρα κλαρίνα είχαμε, είχα μπλέξει και μ’ έναν πειρατικό σταθμό στα μεσαία, ήταν της μόδας τα μεσαία, μας πιάσανε εκεί πέρα. Το θέμα ήταν ότι δεν μας κάναν τίποτα γιατί ήμασταν όλοι ανήλικοι αλλά μας πήραν όλους τους δίσκους. Μηχανήματα και δίσκους τα κατάσχεσαν.. Αλλά οι δίσκοι με πειράξανε, ήταν γραμμοφωνικοί κάποιοι. 45άρια και 78άρια.
ρε|λα|ρε: Ελληνικά λέμε τώρα;
Γ.Π.: Ναι Ελληνικά.
ρε|λα|ρε: κάποιος από αυτούς τα πήρε σπίτι του.
Γ.Π. Κάποιος απ’ αυτούς ναι. Δεν πειράζει, ας τα ακούει τουλάχιστον να μη σκεβρώσουν.
ρε|λα|ρε: Να μη χάνονται.
Γ.Π.: Να μη χάνονται, μπράβο.
Έτσι που λες, δεν είχα καμια πρεμούρα με το μπουζούκι αλλά κόλλησα. Αυτό το ηχόχρωμα είναι δηλαδή. Χορδές είναι. Χορδές έχει και η κιθάρα και το ούτι. Δοκίμαζα να παίξω το ούτι του Μανώλη του Πάππου. Πήγε φαντάρος και μου λέει “παρ’ το να το φυλάς”. “Τι να το φυλάω” του λέω; “Να παίζεις, κάνε ότι θες” μου λέει. Κι όταν άρχισα να παίζω ούτι μετά στο μπουζούκι άρχισα να παίζω σαν ούτι. Ξέρεις τα γλυφτά αυτά, το οποίο δε με απασχολεί, δε θέλω να παίζω γλυφτά. Στακάτο παίξιμο, στυλ Μπέμπη, στυλ Παπαϊωάννου βασικά.
ρε|λα|ρε: το ούτι σε πήγαινε σε άλλο στυλ παιξίματος.
Γ.Π. Αναγκαστικά, δεν έχει τάστα.
ρε|λα|ρε: είναι ασυγκέραστο όργανο…
Οπλίζει κι επ’ώμου! Φαντάρος στη Σάμο 1987.
Γ.Π.: και έτσι να κάνεις (σ.σ. κρατάει το δάχτυλο σταθερό αλλά περιστρέφει την παλάμη) αυτό το δάκτυλο να κουνήσεις, αλλάζει. Και μετά μέσα στο τάστο (σ.σ. του μπουζουκιού) προσπαθούσα να κάνω έτσι, το οποίο δεν γίνεται και δεν μ’ άρεσε κιόλας (γέλια). Μου κακοφαίνεται άμα παίζουν ούτι στο μπουζούκι, ή κανονάκι στο μπουζούκι, ή…. Πάρε παίξε κανονάκι αν θες να παίξεις κανονάκι! Το μπουζούκι αρχίζει από τον Μάρκο, γιατί όπως και να το κάνουμε ο Μάρκος είναι η ρίζα η οποία δεν φαίνεται. Εμείς καμαρώναμε τα άνθη και τα φύλλα, που είναι ο Τσιτσάνης και οι άλλοι. Όχι ότι είναι άσχημα, αλλά ποτέ δεν φαίνεται η ρίζα. Σ’ αυτόν το χρωστάμε αυτό το πράγμα.
ρε|λα|ρε: Υπάρχει και αυτή η αντίληψη ότι ο Μάρκος έπαιζε απλά, αλλά αυτό το “νταν” του Μάρκου μπορεί να θέλεις και χρόνια για να το καταφέρεις.
Γ.Π.: Με τον Στέλιο το Βαμβακάρη έχουμε δουλέψει οκτώ χρόνια και σε συναυλίες και σε μαγαζιά. Μου έχει πει διάφορες ιστορίες για τον πατέρα του. Του’ λεγα γι’ αυτό το “ΤΑΝ, ταν-ταν-ΤΑΝ… (σ.σ. τραγουδάει τα ματόκλαδα). Ακούγεται στο χρόνο, όλη η γη το ακούει αυτό το κομμάτι. Πως γίνεται να γράφονται χιλιάδες μελωδίες και να μην ακούγονται σε αυτόν τον κόσμο; Μιλάμε κυρίως για τα Ελληνικά τραγούδια. Έχουν γραφτεί… Τι έγραψε ο Χιώτης; παπάδες έγραψε. Άρα δεν είναι οι παπάδες που θα παίξουν, είναι οι άγγελοι. Εγώ δεν θέλω να παίξω παπάδες. Είναι διαφορετικό αυτό το πράγμα. Είναι πιο όμορφο, είναι στακάτο, είναι συγκεκριμένο και το καταλαβαίνει και ο μουσικός και ο κόσμος.
Με τον Στέλιο Βαμβακάρη, το 1992.
Ο ίδιος ο Στέλιος είναι λίγο πολύπλοκος στα τραγούδια του. Έχεις ακούσει τραγούδια του;
ρε|λα|ρε: Ναι πολλά, και με τον Luisiana Red, έχω και τους δίσκους του.
Γ.Π. Ωραία, το ένα τραγούδι μπορείς να το κάνεις τρία τραγούδια.
ρε|λα|ρε: Ναι ψάχνεται, έχει ψαχτεί και με τα μπλουζ…
Γ.Π. Ναι, αλλά είναι κάτω από τη σκιά του Μάρκου. Πήγαμε να κάνουμε παρουσίαση στον Δίαυλο το 2001, το “Μια μέρα τη νύχτα”, μπλουζ (σ.σ. μουσική για την ομώνυμη ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου) και υποτίθεται ότι θα παίζαμε δέκα τραγούδια. Τίποτα, στο τρίτο τραγούδι έπαιζε Μάρκο, δεν κάναμε παρουσίαση δίσκου. Έτσι αισθανότανε, πάντα αισθάνεται έτσι. Τραγούδια του ποτέ δεν έλεγε ο Στέλιος ούτε σε συναυλίες ούτε στα μαγαζιά. Έλεγε το “Χαϊδάρι” και το” Ανεμόσκαλα θα δέσω”, τίποτ’ άλλο δεν έλεγε. Του έλεγα “πες ρε, υπερασπίσου τα αυτά!”, αλλά δεν τον ενδιαφέρει.
ρε|λα|ρε: Δεν τον ενδιαφέρει ή νιώθει ότι τα άλλα είναι πιο κοντά του και πιο κοντά στον κόσμο;
Γ.Π.: Κοίταξε κατά έναν τρόπο αυτά είναι δύσκολο να τα καταλάβει ο κόσμος. Απ’ την άλλη άμα δεν επιμείνεις κιόλας τι καρπούς θα λάβεις; Βλέπεις ο Νταλάρας, ο Ξυλούρης τραγούδησε τραγούδια του Βαμβακάρη, η Μπέλλου και μου λέει “δεν πειράζει”. Αφού δεν πειράζει, πες τα συνέχεια παντού, προσπάθησε, έλεγε τρία δικά του και μετά πλακωνόμαστε στον Μάρκο.
Ως κιθαρίστας με τον Μπάμπη Τσέρτο το 1986.
ρε|λα|ρε: Σήμερα πως τα βλέπεις τα πράγματα; ο κόσμος ξαναγυρνάει πίσω; από τη δική μου εμπειρία ψάχνεται για πιο μικρές καταστάσεις και γυρνάει να ακούσει καλή μουσική, καλό μπουζούκι.
Γ.Π.: το καλό σε τέτοια μαγαζιά είναι ότι μαζεύονται παίχτες. Και μαζευόμαστε, βγάζουμε τα όργανα και γίνεται φάση. Αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ. Αυτό το στημένο, ανεβαίνουμε πάνω στο πάλκο και σχολάμε… δε μ’ αρέσει.
ρε|λα|ρε: κι όμως το έκανες για πολλά χρόνια.
Γ.Π. Ναι αλλά τέρμα. Τελευταία πίστα ήταν το 2004 οι “Γραμμές”. Καλύτερα μικρά μαγαζιά. Το αποφεύγω δε μ’ αρέσει. Κατ’ αρχάς είναι οι εντάσεις, η παραμόρφωση. Μου αρέσει η τετραφωνία με όργανα, όχι παραπάνω. Τέσσερα όργανα, κιθάρα, μπουζούκι, ζήλια κι ελαφρό τουμπερλέκι.
ρε|λα|ρε: ή και κάποιο κοντραμπάσο…
Με τον Μήτσο Αναγνωστόπουλο, 1989.
Γ.Π. Είναι διαφορετικό το τουμπερλέκι από το κοντραμπάσο. Δηλαδή, για ‘μένα, ή θα πάρεις το ένα ή το άλλο, ή καλύτερα ο κοντραμπασίστας να παίζει και λίγο τουμπερλέκι…(γέλια). Και τριφωνία μπορεί να βγει, με τρία όργανα και πρέπει να τραγουδάνε όλοι. Αυτό το κάναμε με το συγχωρεμένο τον Μήτσο τον Αναγνωστόπουλο κι είχαμε όραμα. Δηλαδή κιθάρα, δύο μπουζούκια κι ανάλογα, αν το όργανο είναι μονόφωνο, μπαγλαμά ή ελαφρό τουμπελέκι. Δηλαδή μπορεί σε τρία άτομα μέσα να εμφανιστεί ένα αποτέλεσμα ιδανικό. Και καλά θα είναι οι τραγουδίστριες όλες να μάθουνε κιθάρα (γέλια). Έχουμε την Ελευθερία, την Αντιγόνη, την Αθηνά, τη Ράνια και τη Θοδώρα (σ.σ. Κουρλιά, Μπούνα, Λαμπίρη, Γκικοπούλου και Αθανασίου, αντίστοιχα), πέντε. Πέντ’ έξι είναι, δεν είναι άλλες να παίζουνε κιθάρα. Και η κόρη μου η Σεμέλη.
ρε|λα|ρε: τσέλο δεν είναι το όργανό της;
Γ.Π.: Το τσέλο είναι αλλά αναγκαστικά επειδή τραγουδάει λαϊκά, σμυρναίϊκα πιο πολύ και ρεμπέτικα, μαθαίνει κιθάρα και παίζουμε δυάδα. Ουσιαστικά είναι τριάδα αν το καλοσκεφτείς, τραγούδι, κιθάρα και μπουζούκι. Δεν θέλει παραπάνω. Αν έχεις ένα καλό μπασοκίθαρο που να βάζει τα γεμίσματα του Σκαρβέλη. Αν παρακολουθήσεις πως παίζει κιθάρα, που βάζει τις αξίες, αυτό πραγματικά λέγεται άποψη. Όλα τα παλιά, πριν τον Χιώτη.
ρε|λα|ρε: Κι ο Χιώτης έχει συνθέσει υπέροχα τρίχορδα…
Γ.Π. Ναι αλλά μιλάω για πιο πριν. Κατ’ αρχάς δεν υπήρχε Χιώτης. Θυμήσου πριν τον Χιώτη τα γρήγορα. Μετρημένα κουκιά, πιο απλά ήτανε.
ρε|λα|ρε: ο Τσιτσάνης συνέθεσε γρήγορα κομμάτια πριν τον πόλεμο κι έπαιζε φοβερά.
Γ.Π. Ναι αλλά είχε σεβαστεί τους παλιούς. Αυτοί όλοι σεβόντουσαν τους παλιούς, Τούντηδες, κλπ. Είχανε κάποια διαμάχη με το ελαφρό τραγούδι αλλά βλέπεις τελικά το ελαφρό ακολούθησε το λαϊκό. Και κλαρίνο βάλανε και είπανε και δημοτικά. Η Βέμπο έχει πει “ο γέρος κι η Παγώνα”… Δεν μπορεί η Ελλάδα να ζήσει με ταγκό.
ρε|λα|ρε: βέβαια, υπήρξε μεγάλη διαμάχη με τα λαϊκά και τα ελαφρά, αλλά ήταν μεγάλο το λαϊκό έρεισμα…
Γ.Π.: ναι, πριν τον Μάρκο αν πάμε υπήρχε το μπουζούκι, και τρίχορδο και τετράχορδο. Αλλά έπρεπε να βγει ο Μάρκος για να ξεκαθαρίσει το πράγμα, να εμπεδωθεί το μπουζούκι. Μου’ λεγε ο Στέλιος, έγινε μια συναυλία με τον Μάρκο στο Χίλτον, το ‘70, πριν πεθάνει, με τον Στέλιο και τον Δομένικο μαζί. Και μου’ λεγε ο Στέλιος γι’ αυτή τη γνωστή φωτογραφία που δείχνει τον Στέλιο και τον Μάρκο. Και μου λέει “πριν ανεβούμε στο πάλκο έπαιζα κάτι μαλακίες στο μπουζούκι και μου αστράφτει μια σφαλιάρα, είναι μαυρόασπρη η φωτογραφία και δεν φαίνεται..” (γέλια).
Χειμώνας του ’92-’93 με τον Γεννίτσαρη και τον Λιόση στα 9/8
ρε|λα|ρε: Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια, μια κινητικότητα στο χώρο του μπουζουκιού για το πως πρέπει να διδάσκεται, αν πρέπει να μπει στα ωδεία. Τι άποψη έχεις;
Γ.Π.: Αυτό είναι καλό. Ήμουν και σε μια συνάντηση που έγινε στο μουσείο, αλλά δεν έγινε περαιτέρω τίποτα, δεν άκουσα. Απλώς συμφώνησα με αυτήν την ιδέα. Καλή ιδέα είναι.
ρε|λα|ρε: Υπάρχουν πολλοί καλοί σημερινοί μπουζουξήδες οι οποίοι δεν έχουν δίπλωμα από το ωδείο. Ποιά η διαφορά;
Γ.Π.: Αυτοί που έχουν μείνει τώρα που δεν ξέρουν να διαβάζουν μουσική, αυτωνών η μουσική πως θα περαστεί μέσα στα ωδεία;
ρε|λα|ρε: Όπως και στο παρελθόν, π.χ. με τον Τσιτσάνη που κατέφευγε σε επαγγελματίες μουσικούς. Αλλά δεν λέω αυτό μην παρεξηγηθώ. Καλό είναι ο μουσικός να ξέρει να γράφει και να διαβάζει μουσική, απλά δεν είναι αναγκαία συνθήκη…
Γ.Π. …άλλο εννοώ, ο Τσιτσάνης δεν γράφεται. Κάνει ένα “σβάρνισμα” ρε παιδί μου, αυτό δεν μπορεί να γραφεί. Μου ισχυρίζονται κάποιοι που ξέρουν από μουσική ότι μπορούν να γραφτούν τα πάντα. Εγώ διαφωνώ. Κάποια πράγματα που κάνει δεν μπορούν να περαστούν σε γραπτό. Κι είναι και κάτι άλλο, τον καταλαβαίνει;
ρε|λα|ρε: Την τσαλκάντζα και το χρώμα, είναι δύσκολο να το περάσει κάποιος…
Γ.Π. Αυτό λέμε…
ρε|λα|ρε:: νομίζω καμία λαϊκή μουσική η οποία έχει και αυτοσχεδιασμό μέσα δεν γράφεται… Δεν μπορεί να πεις ότι θα παίξει ακριβώς το ίδιο ο μουσικός κάθε φορά.
Γ.Π.: ο Μάρκος έλεγε… έχω πρεμούρα με τον Μάρκο! Ήταν κάποιος ο οποίος ήταν Καρδιτσιώτης, κάποιο είδος νταή στην Τρούμπα και αγαπητικός. Και πήγε και του ζήτησε, “εγώ δεν θέλω να μου δείξεις κομμάτια, θέλω να μου δείξεις ταξίμια. Μόνο”. Και μου’ λεγε αυτός ο άνθρωπος ότι του’ λεγε ο Μάρκος ότι “παίζεις ταξίμι έτσι; εκεί που θα δυσκολευτείς σταματάς. Προς τα που θα πάω τώρα λες; πίσω-μπροστά; Ο Μάρκος ξέρεις τι μου’ λεγε; βάρα τη ίδια νότα δυο φορές (γέλια). Αν χρειαστεί και τρεις”. Έτσι ξεκινάς. Με κάτι τέτοια μικρά πραγματάκια ξεκινάς να παίζεις πραγματικά. Και να βρεις πραγματικές αξίες. Κι εγώ ξεκίνησα με Χιώτη, ξέρεις το γρήγορο. Φανφάρες! Τρόπος του λέγειν, καταλαβαίνεις. Μετά, σιγά-σιγά περνάς από το γρήγορο στο… τώρα καταλαβαίνω ότι η μαγεία είναι στην ολοκληρωμένη, την ολόκληρη νότα να βγει. Άμα παίζεις “φρρρρτ” καμία δεν είναι νότα, καταλαβαίνεις;
Με τον Κακούργο, τον Θύμιο Στουραϊτη, τη Λίλυ Ριτσώνη, στο Δίστομο
ρε|λα|ρε:: Αφού κατακτήσεις την ταχύτητα τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αυτός ο στόχος.
Γ.Π.: Κι όμως μερικοί κολλάνε στην ταχύτητα και παίζουν συνέχεια.
ρε|λα|ρε: Ναι, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία.
Γ.Π.: Μα το τρίχορδο, ουσιαστικά δίχορδο, είναι το πιο λιτό όργανο που υπάρχει κι ειδικά το κούρδισμα αυτό το “ρε-λα-ρε” όχι άλλα καραντουζένια κι αυτά, αυτά άστα. Το καραντουζένι είναι τρεις διαφορετικές νότες μετά.
Μπάσα-πριμα ρε και μια μεσαία λα. Να μείνεις εκεί, βολέψου! Εκεί το ίδιο το όργανο σου λέει “παίξε λιτά”. Αν παίξεις γρήγορα πάρε την κιθάρα. Πάρε την κιθάρα να παίξεις παπάδες. Αυτές είναι οι λεπτομέρειες που αναζητούνται μέσα στις συνεντεύξεις. Αυτά τα ηχητικά πράγματα… Κώλωσες; Τρεις φορές την ίδια νότα στο κεφάλι! Αυτό του’ λεγε ουσιαστικά.
Αυτός μετά από την Τρούμπα τα παράτησε όλα και είχε ανοίξει κάπου εκεί προς την Καρδίτσα ένα μαγαζί, φανοποιείο. Εκεί πήγαινα κι ήταν σα να ακούω τον Μάρκο!
ρε|λα|ρε: Έπαιζε τελικά;
Γ.Π.: Δεν έπαιζε τραγούδια. Εκεί ρε ματζόρε, σιγά-σιγά, ξέρεις πως παίζει ο Μάρκος. Ο Μάρκος με αυτό το απλό που είχε. Μπορείς να παίζεις ταξίμι μια ώρα χωρίς να σε ενοχλήσει. Ενώ άμα πεις ένα “φρρρρρ” μέσα σ’ ένα πεντάλεπτο τα’ πες όλα. Πρέπει να την απλώσεις την μπουζουξίδικη τη μουσική, αλλιώς σε πέταξε…Δε νομίζω π.χ. να έκανε δεξιοτεχνίες ο Ζαμπέτας. Και τη μουσική του την καταλάβαινε κι κόσμος, όχι μόνο οι μουσικοί. Δεν παίζουμε για τους μουσικούς, παίζουμε για τον κόσμο πρώτ’ απ’ όλα. Άμα σε καταλάβει ο κόσμος και τον αγκαλιάσεις, κέρδισες. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει ο μουσικός. Μπορεί αυτός που δεν ξέρει τίποτα να μου πει ότι “μ’ αρέσει”; Αυτόν θέλω να κερδίσω. Αυτόν τον κόσμο.
Άλλο ένα θέμα είναι η θέση του μπουζουκιού, που θα το βάλεις, που δεν το εξέτασε ούτε ο Θέμης Παπαβασιλείου παρόλο που τον παραδέχομαι τον Θέμη με τα μπούνια, πως να σου πω… (σ.σ. Θέμης Παπαβασιλείου, δάσκαλος μπουζουκιού, απλή συνωνυμία). Έχει βγάλει πένες βαρβάτες. Η θέση του μπουζουκιού, πως δηλαδή το κρατάς. Τους έχω ανακαλύψει είναι πέντε. Ο Μπέμπης, ο Παπαϊωάννου, ο Καλφόπουλος, ο Καραπατάκης και ο Χατζηχρήστος. Εδώ στη μέση ακριβώς όπως την κιθάρα, στη μέση (σ.σ. δείχνει τη θέση). Για δες εδώ (σ.σ. δείχνει πλάγια), εδώ πιάνεσαι ενώ στη μέση δεν πιάνεσαι. Γιατί είναι ξεκούραστη θέση κοίτα τη διαφορά. Η πένα μπορεί να παίζει δέκα ώρες χωρίς να κουραστείς. Παρακολούθησε το παίξιμο του Μπέμπη, που έχει κλασική παιδεία, εδώ στην κοιλιά ακουμπάει το όργανο. Ισιώνει η πλάτη και ακουμπάς πίσω, ενώ στην άλλη στάση δεν ακουμπάς πίσω, κατάλαβες; Ένα άλλο πάλι για ξεκούραση του μυαλού είναι να γυρνάς το μπουζούκι ανάποδα.
ρε|λα|ρε: σαν αριστερόχειρας;
Γ.Π.: Ναι, κάνεις πως παίζεις. Αυτό μου το’ χε πει ο φυσιοθεραπευτής, για το αυχενικό. Αυτό που μου’ χε πει, αν μπορείς να το κάνεις δέκα λεπτά την ημέρα να γυρνάς το μπουζούκι ανάποδα, καθρέφτη. Δεν χρειάζεται να παίζεις. Κράτα το ανάποδα. Και ξεκουράζεις και το μυαλό.
ρε|λα|ρε: μίλα με τον Θέμη γι ‘αυτό…
Γ.Π.: Τον Θέμη δεν τον έχω βρει γιατί έχει πάει στο Μενίδι.
ρε|λα|ρε: δουλεύει ακόμη;
Γ.Π.: Δουλεύει αλλά πας εσύ στο Μενίδι τώρα; Θα σου δείξει όμως τρία πράγματα και μετά δεν χρειάζεται να ξαναπάς.
ρε|λα|ρε: κι όσον αφορά τα μπουζούκια και την κατασκευή τους; είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση αυτή…
Γ.Π.: Έχουμε βγάλει κοστολόγιο. Αν τα βάλεις κάτω δεν κάνει 6-7 κατοστάρικα με τα καλύτερα υλικά. Τι διχίλιαρα λένε λοιπόν;
ρε|λα|ρε: ίσως δικαιολογείται μια μεγαλύτερη τιμή λόγω των περισσότερων στολιδιών, άρα και της πολύωρης ενασχόλησης, είναι πιο πολλές οι εργατοώρες. Επίσης πόσο κοστολογείται η τέχνη του καθενός; Διότι η οργανοποιία είναι τέχνη.
Γ.Π.: Με τα μεροκάματα άντε να φτάσει ένα χιλιάρικο βαριά, αλλά αυτό θα το πάρεις με τη μαστοριά με το μαστοριλίκι. Ζητάς χιλιάρικο όχι διχίλιαρα από την αρχή. Δε λέμε ονόματα αλλά από που να αρχίσεις… Φίλος πήρε μπουζούκι και μου το’ φερε σήμερα να το δω και δεν είναι ούτε για 1000 ευρώ. Αυτό είναι κάτω από 600 κι έδωσε 1200! Δεν είναι άσχημο αλλά όχι για τα λεφτά που έδωσε. Εγώ του είπα ότι αν πραγματικά άξιζε 1200 δεν θα ήταν παραπονεμένος τώρα. Ας του φτιάξει δυο μπουζούκια να διαλέξει. Δίνουν προκαταβολή, παίρνουν το όργανο το ξοφλάνε και μετά “δε μ’ αρέσει”…
ρε|λα|ρε: Τώρα που παίζεις;
Γ.Π.: Παίζω εδώ Τετάρτες και Πέμπτες (σ.σ. στον “Άγγελο”, Ζωοδόχου Πηγής κ Κωλέττη, στα Εξάρχεια) και Σάββατα στην Αίγινα. Εδώ και τρία χρόνια στην Αίγινα.
ρε|λα|ρε: μέχρι πότε;
Γ.Π.: Το Πάσχα τελειώνει πάντα. Χειμώνα στην Αίγινα, κι άμα βρέχει στάζει το μαγαζί ακριβώς πάνω στην κονσόλα (γέλια)…
ρε|λα|ρε: Το καλοκαίρι δεν συνεχίζεται στην Αίγινα; Είναι και νησί…
Γ.Π.: Όχι δεν έχει τραπέζια έξω. Αλλά αυτό το ταξίδι στην Αίγινα, η διαδρομή, είναι το κάτι άλλο. Μ’ αρέσει που αλλάζω…
Πρωτοχρονιά του 2014 στην Αίγινα!
ρε|λα|ρε: το καλοκαίρι τι θα κάνεις;
Γ.Π.: Το καλοκαίρι θα δούμε.
ρε|λα|ρε: Ωραία, αναμένουμε ενημέρωση για να έρθουμε να σε ακούσουμε. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν για το χρόνο σου!
Γ.Π.: Τι λες μωρέ τώρα…
Ευχαριστούμε πολύ τον Άγγελο Κερφύλια για τη φιλοξενία στο μαγαζί του (Άγγελος: Ζωοδόχου Πηγής & Κωλέττη-Εξάρχεια, τηλ.: 210 38.07.254).
1 comment